- μπάνος
- και βάνος, ο (Μ μπάνος)(ιστ.) τίτλος ανώτατων αξιωματούχων στην Ουγγαρία και στη Μολδοβλαχία κατά τον παρελθόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ban, λ. ουγγρικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
BANUS — dignitas, in Dalmatia, Croatia et Hungaria, maximi nominis, quâ qui pollent, totius provinciae administrationem humeris librant suis: hinc Regum Plerumque fratribus, aut liberis committi solita. Ipsis Hungaris hodie Ispan. Βοάνος Constantino de… … Hofmann J. Lexicon universale
Ραγκαβής — Επώνυμο παλιάς βυζαντινής οικογένειας, από την οποία καταγόταν και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ A’ ο Ραγκαβές. Άλλα σημαντικά μέλη της οικογένειας αυτής ήταν: 1. Αλέξανδρος Ρίζος (Κωνσταντινούπολη 1809 – Αθήνα 1892). Ποιητής, συγγραφέας, πανεπιστημιακός … Dictionary of Greek